Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

άτιτλο


άτιτλο



Θα ΄ρθει μια μέρα ξεκούρδιστη
-          μην πανικοβληθείς -!- -
που δε θα ΄χεις μάτια να λάμψεις
Τα σχόλιά σου
θα κρεμαστούν χαρτονομίσματα
στο παγκάρι της κενής λεηλασίας σου
-          δε θα ΄χεις
που να καλύψεις ντροπή.
Η δειλία σου –
στο ΄χα πει –
όσα καρφιά κι αν έμπηξε,
η σάρκα μου έμαθε τον έρωτα
δεν ωφελεί
Η μετριότητά σου –
κακοήθεια μηδαμινή
στους κυματισμούς του ονείρου
κι η φυλακή σου
μαραμένο παράσιτο
εν ώρα τίποτα.
Όσο κι αν πάλεψες να
με θάψεις –
μια χούφτα ακόμη χώμα,
ένα αναπότρεπτο δάκρυ
κονιακάκι και καφέ γλυκό –
τη φήμη, πώς να ξεχάσεις -;-
Πήραν διαστάσεις τα σπλάχνα μου
στη μικρή σου φωλιά,
και ξετίναξαν τη στέγη σου.
Μαρτυρίες λένε
πως αγιογραφείς καταδότες –
εδώ ωφελεί τη διαιώνιση
του εγκλήματός σου
Εν ώρα νεκρή, λοιπόν,
σε κερνάω λάφυρα
του δικού μου αγώνα –
υπέρ των πάντων ο αγών,
υπέρ του άδειου βλέμματος
σάπια καθημερινότητα,
να κοιμάσαι μ’ ένα γλείψιμο
στην πλάτη
επαίτης λίγου χρόνου
νυσταγμένης απόλαυσης
Εγώ
διακατέχομαι κατάρα τρελού
στην πλατεία  των θηρίων – τα θηρία
ξέρεις φιλούν στο στόμα
τα αινίγματα
και θυμούνται να τιμούν.
Σχολάσαμε απόψε.
Είναι το πισώπλατο
της αμαρτίας βαρύ
Κι ο Ιούδας κρεμάστηκε..
Αφιερωμένο

Κυριακή, 2 Δεκεμβρίου 2012

παράκληση



Επέστρεψα ταξιδεμένος θάνατο
Βρήκα συντριβή πτωμάτων
Κι αν γυμνός
Αρνήθηκα τα ρούχα της ήττας τους
Αρνήθηκα το πρόσφορο της αποσύνθεσής τους
Περιπατώ δειλινά χειμωνιάτικης παραλίας
Αδάκρυτος στοχαστής  των ξενιτεμένων
Κάπου καλεί ο ήχος σου
Μα δε σε βλέπω.
Μέσα σε τόσα πτώματα,
Όμοια μεταξύ τους τα φουγάρα των σκυφτών –
Δεν είμαι θεός -
Χειμερινές αναθυμιάσεις η εξαΰλωσή σας
Ο καθρέφτης μόνο
Κυλάει νοτιά -
Κάποια μακρινή βροχή,
Κι ένα «γιατί;» ανεκπλήρωτο
Στο ξεκάρφωτο των παγετώνων. 
Μη μου ζητάς να μιλήσω για
Σένα. Θα υψωθούν τείχη
στο πλησίασμα των αιώνων..
 ____________ Προμηθεύς Πυρφόρος ___________

Σάββατο, 1 Δεκεμβρίου 2012

Δεκέμβρης Σκέτος



Με πέντε δέκα φώτα ομίχλης -
να κάνουμε και φέτος μια γιορτή
κι ας λάκισε, ρε φίλε, η
προστασία του πολίτη  
έχω φτερούγες ξέμπλεκες
κι ας μίκρυναν οι άνθρωποι
τα φτερά πάντα μένουν,
έστω και βρεγμένα,
μ’ ένα σεισμό.
Ακόμη κι αν
δεν κουδουνίζει πλέον
το σκουπιδιάρικο,
μόνο γκαρίζει με την κόρνα του –
μην πάρει τ’ αποφάγια μόνο,
να προλάβω να μαζέψω
τα ψίχουλα.
Δεν έχω χρόνο για πυρετούς τώρα –
πολυτέλειες τα θερμόμετρα, τα παυσίπονα,
κι οι σούπες
Έχουν απεργία τα φαρμακεία
και τα κρεματόρια ανθίζουν πάραυτα
Στα νοσοκομεία ψείριασαν οι στίχοι
με τοίχους μαστουρωμένους
απομαγνητίστηκαν οι μαγνητικές
Θέλουν κορτιζόνες τα θεμέλια
μα η προφύλαξη κηδεύτηκε από νωρίς
κι οι χημειοθεραπείες έσπασαν τη
χημεία με τους ναυαγούς τους
Μια πολιορκία ακόμη τρομάζει –
Θα σ’ έσωνε νομίζω ένα φορτηγό
μ’ αντάρτες ναυλωμένο,
ακόμη και τα άσματα των
παραμεθόριων τραγουδοποιών
Κι αν και τα υπουργεία φωταγωγημένα
δοξασμένες υπογραφές, και
χαλιά περσικά,
υποτροπιάζουν οι ιώσεις των εποχών μας.
Με προβολέα ανατροπής θα
ξετυλίξω τα νύχια μου
να ξεφλουδίσω το λεπρό καθεστώς
Ένας Δεκέμβρης οργισμένος αρκεί
στο σκέτο βαρύ της καταχνιάς μας
κι ας τρέμουνε τα πόδια μου
πάνω απ’ τον κάδο των σιωπών
Κι όμως εκεί
ανάμεσα στα πεταμένα
ένα τρενάκι,
αν και τυφλό,
μου θυμίζει πως
ταξιδεύουν ακόμη
οι απροστάτευτοι πολίτες,
και πως μας γελάνε τα Χριστούγεννα -!-..
Ένας θεός στα κρατητήρια της
ασφάλειας πόλεων, σε
πόλεις
που θυμήθηκαν να
κρεμάσουν σκουλαρίκια
ένα έλατο και πέντε δέκα
φώτα ομίχλης
μου σκουπίζει τα δάκρυα.
Δεν είναι ώρα γι’ αστεία..

Παρασκευή, 30 Νοεμβρίου 2012

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ

Ρωτάς-;-

Τώρα ρωτάς-;-

Έναν αιώνα που άργησα

να φύγω-;-

Έναν αιώνα που μάτωνα

που ήσουν-;-

Εγώ χαμήλωνα τους ίσκιους

πιο έντονα να φαίνεται

που έβραζε το αίμα

Εγώ βουτούσα την πυγμή

στου άνεμου το πιόμα

κι έξω απ’ τις πόρτες των θεών

σεργιάνιζα

κρατώντας τσίλιες

στα χέρια μου

ν’ αρπάξουν τη φωτιά τους..


Ρωτάς για ΄μένα-;-

Να με γροικάς σαν το πουλί

στου ανέμου την αντάρα

και σαν αρμύρα

στα χείλη σου

θαλασσινή


Κι αφού ρωτάς

και θέλεις να θυμάσαι..

θυμήσου με σα δειλινό

που γέρνει στο κορμί σου

Φλεγόμενο να με θυμάσαι

να σου ζεσταίνω την κάμαρη

και να σου σπέρνω όνειρα

Ένα καΐκι να θυμάσαι

στ’ ανοιχτά των νερών

με μια λησμονημένη

φυσαρμόνικα παιδιού

πάνω στις στοίβες με τα δίχτυα

Σκοινί να με θυμάσαι

που λύθηκε απ’ τον κάβο

και σέρνεται

στ’ άγριο το τσιμέντο


Χίλιες πληγές να βλέπεις

σε λάθος κορμί κι αγέρωχο

Μαστιγωμένες μέρες

σε ψυχή μήτρα φιλιών

Δυο μάτια βουρκωμένα

να θυμάσαι -

παράπονο τ’ αδίκου

που ήπιανε τη νύχτα

και σου φέξαν στο σκοτάδι

να μη χαθείς

μη ξεχαστείς κι αργήσεις ν’ αρμενίσεις…


Ρώτα, λοιπόν-!-

Για να θυμάσαι-!-

Στα σκοτεινά

αντάμωνα κορίτσια

Ξημέρωμα γεννούσα τα αγόρια μου

Κι ένα μαντήλι κόκκινο -

φουλάρι στο λαιμό μου

με μαύρα ρούχα

πυροβάτης οργισμένος

Μποτάκια

λυμένα συνθήματα -

τα κορδόνια

Κατρακυλούσα τα βράχια τους

να ΄ρθω να σ’ ανταμώσω

μ’ ένα κλωνάρι πυρετό

του πάθους μου λουλούδι


Ρώτα με-!-

κι αν θέλεις κάπως να με πεις..

Έρωτα κι Επανάσταση

και Προμηθεύ Πυρφόρο

Αυτά έχω ονόματα

Κι άλλα από τούτα

δε θα πω…

Θα φύγω…

Γιατί Εσύ

Εσύ έφυγες πρώτα…

Κι αφού το θες να θυμηθείς…

Θυμήσου με…

με δυο φτερά σπασμένα

που πετούσα


Χειμώνα και Φθινόπωρο

τότε να με θυμάσαι

Αγριεμένη θάλασσα

τρέλα μες το μυαλό μου..

από εκεί ανασύρθηκα

κι εκεί

φλεγόμενος

θα περπατήσω
μια νύχτα με φεγγάρι..  ____________

ευχαριστώ τη Φάνυ Πολέμη, για την απαγγελία της!..

Κυριακή, 25 Νοεμβρίου 2012

Δεν -!- ......σκέτα............

ΔΕΝ
ΔΕΝ Είμαι -!- Είμαι -;- Δεν έχω. Δεν θέλω. Δεν κατέχω. Κυλάω μονάχα μοναχός. Κυλάω -;- Δεν. Γνωρίζω -;- Δεν.
Κανέναν δεν βαδίζω -!-
Αρνητής των συνηθειών. Ουδέτερος -!- Στο κενό των πάντων αδιάβροχος - ασκόνιστα σκονισμένη συγκομιδή χρωμάτων ίριδας κενό.
Γελώ. Δε γελώ. Δε με βλέπεις. Με σβήνω. Ολόκληρος αχρημάτιστος τοκετός. Σβήστε με. Δε θέλω να μπορώ στο βυθό των συνηθειών. Είμαι το Τίποτά σας. Ο άλλος σας, ο αποκηρυγμένος σας φτηνός. ...Γιατί αν γίνω ...είμαι ο Τρελός -!-.. Σβήστε με λοιπόν!!!!!!!!!

__________ Προμηθεύς Πυρφόρος _________________

Παρασκευή, 23 Νοεμβρίου 2012

κάπως έτσι ξαναζώ..



Πάνω που
ράγιζαν τα φθινοπώρια
ένα αλκοολούχο δειλινό
καρφώνεται στη μήτρα της βροχής
Δάκρυα κρυώνουν
τον ερημίτη εραστή του
καθρέφτη μου
Κι ενώ συρράπτω το
πρόσωπό μου με
το πρόσωπό του
πονάω το γυαλί
και πνίγω τους λυγμούς
στα αίματα της ανακωχής
Κάπως έτσι
επιστρέφω γενναία
στην πάχνη των υπογείων
κι έτσι
κερνώ φιλί.
Μεθυσμένα αγκαλιάζω
Τα βλέφαρα των στεναγμών
Μεθυσμένα ανασαίνω
ήχους πανάγιους
κάτω απ’ το προσωπείο των τάφων
που χαμίνια συλλαβίζουν
τη μεγίστη ηδονή των νερών.
Τα κορίτσια
αναδύονται πόρνες,
κι οι πόρνες πνέουν ζωή.
Η βροχή
ας βρέχεται κραυγές οργασμών.

Τετάρτη, 21 Νοεμβρίου 2012

Αναβολή θανάτου

Λίγο ακόμα, λέω. Αναβολή θανάτου. Να περιμένω όλη τη φρίκη. 28 του Οκτώβρη να δω και τα στρατά να φυλάττουν τους ηγέτες. Λίγο ακόμη. Ο πόλεμος, που φρικιάζει μέσα στα κεφάλια μας. «Βάλε μου μπιτάκια, να φρίξω θέλω πολύ!», πριν να μου κόψει η Δ.Ε.Η. το ρεύμα. «Πάρε με στο τηλέφωνο λιγάκι να τα πούμε!», πριν να μου κόψει κι η Tellas τη σύνδεση. «Έλα να κοιμηθούμε κι αγκαλιά!», έχω ακόμα στέγη και πάπλωμα.
Βροχή! Απρόσμενη βροχή. Μετά από κάτι ανυπόφορες ζέστες, ξαφνικά χειμώνας. Ας όψονται οι εξατμίσεις των αεροπλάνων κι οι κυβερνήτες μας. Μας ψεκάζουν απροκάλυπτα πλέον.
Είναι ακόμα φθινόπωρο, μα ορώ το χειμώνα βαρύ στην πλάτη μου. Οκτώβρης -δεν έχω δει χρυσάνθεμα. Τώρα ανθίζουν; Έχω καιρό να σεργιανίσω στις αγορές, στα λουλουδάδικα. Ξέχασα πια. Πουλάει ο κόσμος; Η τελευταία φορά, που βγήκα, ήταν για τη διαδήλωση. Δεν πρόλαβα να δω τι παίζει στις αγορές. Με τύφλωσαν τα χημικά του θανάτου. Μου μπούκωσαν τους πνεύμονες. Μου τύφλωσαν και το πεπτικό -ναυτία. Αηδία, ε; Λιποθυμία και τίποτα. Τέλειωσε κι αυτό. Λιώνουν όλα. Χαρτοβαρκούλες στο νερό. Μόνο ο πόλεμος μουγκανίζει. Τανκ είναι. Ισοπεδώνει.
Μέτρησα κι άλλους απόψε νεκρούς. Άλλος έσφιξε θηλιά,  άλλος από ταράτσα στο κενό. Κι ένα εγκεφαλικό, μετά το τηλέφωνο απ’ την ευγενική καριόλα της εισπρακτικής. «Έχει ο καιρός γυρίσματα, ρε!» Πάντα τα έχει τα γυρίσματά του ο καιρός, όσο κι αν τον ραντίζουν. Για το καλό μας, βέβαια πάντα. Βέβαια…! Μη μασάς.
«Σου είπα; Κατέθεσα χαρτιά για σύνταξη μειωμένη. Τι άλλο να έκανα; Σήμερα πήρα 200 ολάκερα ευρώ. Μέρος τιμητικόν. Προκαταβολή. Έλα, θα σε κεράσω παγωτό!»
Εξατμίζεται, φίλε, η ζωή μας. Λιποθυμία.
Λιποθυμούν οι μαθητές στα σχολειά. Ασιτία το λένε. Μη μασάς! Και τι να μασήσεις; Άδειασαν τα ντουλάπια. Το ψυγείο, μόνο δόξες παλιές. Τότες οι τράπεζες -αυτοί κυβερνούν στο είπα;- τότες οι τράπεζες μοίραζαν χρήμα-ουρά.
Λέω, όμως, να κάμω γιορτή το Σάββατο. Κλείνω τα πενήντα, μωρέ. Κι ολάκερα διακόσια ευρώ στην τσέπη, φτάνουν για ρακές, μέχρι να γίνω τύφλα. Θα κεράσω κιόλας. Πάντα κερνούσα και μου ‘χει λείψει πολύ. Μη μ’ αρνηθείς! Θα έχω και μεζέ. Πάντα νοικοκύρης ήμουν. Έτσι ξεροσφύρι δεν πάει.
 Μισόν αιώνα φίλε ζωής, λοιπόν. Μισόν αιώνα…! Για φαντάσου!
Άκουσα, πιτσιρίκι, ιστορίες εφιαλτικές από τους μεγάλους, για τον πόλεμο και την κατοχή. Ένιωσα τη δικτατορία, τις δόξες των επαναστατημένων. Άκουγα, τότες, την ερπύστρια του τανκ, του γνωστού. Αυτού του Πολυτεχνείου. Ανατρίχιαζα και υποσχόμουν να μείνω πάντα αντάρτης. Έγινα ποιητής. Δηλαδή, έτσι μου λένε, οι θαυμαστές. Δεν ξέρω τι είμαι. Τους ρημάζω, όμως, με κάτι λέξεις στη σειρά, αυτούς που σαπίζουν τις ζωές και πολύ το γουστάρω.
Μ’ έχουν σταματήσει τρεις φορές, για έρευνα της δοξασμένης σακαράκας μου. Τρεις φορές! Και μια για τυπικό έλεγχο των στοιχείων μου. Έτσι μου είπαν και κράτησε τρία τέταρτα ο τυπικός αυτός έλεγχος. Πλάκα έχει να με νομίζουν τρομοκράτη. Τι αστείο!
Την τελευταία φορά, που είπα «σ’ αγαπώ», μ’ άκουσε κανείς; Τι έχουμε μωρέ να μοιράσουμε οι φτωχοί; Τα χρέη μας.. Τι όμορφα! Τι υπέροχος κόσμος!
Να πλένω κάθε μέρα τα ρούχα, να με βρει η γιορτή καθαρό. Μην ξεχαστώ! Για τη γιορτή της Νίκης μας μιλάω, ρε! Θα έρθει. Θα το δεις. Εγώ την περιμένω. Γιατί νομίζεις η αναβολή του θανάτου; Τον άγγιξα. Δε με τρομάζει από τότες. Τον παίζω και τον αναβάλω. Ας περιμένει, κι ας καίγεται και κάποιος για τον ποιητή… Χαχαχα! Τρομάρα μου, ο αφελής, που νόμιζα φτερά και με μαχαίρωσαν! Μα αντέχω! Κοίτα! Μισός αιώνας μου μοιάζει;
Σας αγαπώ, σας το είπα;

από δημοσίευσή μου στο περιοδικό ντου΄Εντε

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου